- αχνοφέγγω
- φέγγω αμυδρά.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
αχνοφέγγω — βλ. πίν. 21 (μόνο στον ενεστ. και παρατατ., και ως απρόσ. αχνοφέγγει) … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
αχνοφέγγω — όφεξα, φέγγω αχνά, χλομά: Το φεγγάρι αχνόφεγγε στον ουρανό. Ουσ. αχνόφεγγο, το … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
διαυγάζω — (ΑΝ) 1. λάμπω μέσα από κάτι, διαλάμπω 2. αρχίζω να φέγγω αμυδρά, υποφώσκω, αχνοφέγγω, αρχίζω να ανατέλλω αρχ. 1. είμαι διαφανής, διαυγής 2. είμαι φανερός («ἔφραζον τὰ διαυγάζοντα», Εφραὶμ ο Σύρος) 3. αστρολ. επηρεάζω με τις ακτίνες μου (πάπυρος)… … Dictionary of Greek
διαφέγγω — (ΑΝ) φέγγω αμυδρά, αρχίζω να φέγγω, υποφώσκω, αχνοφέγγω … Dictionary of Greek
υποφώσκω — ὑποφώσκω ΝΑ αρχίζω να φέγγω, αχνοφέγγω (α. «υποφώσκει η ελπίδα για ένα καλύτερο μέλλον» β. «τῆς ἡμέρας ὑποφωσκούσης», Διόδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < Άλλος τ. τού ρ. ὑποφαύσκω, κατ επίδραση τής λ. φῶς (πρβλ. διαφαύσκω: διαφώσκω] … Dictionary of Greek
υποφώσκω — βλ. πίν. 152 (μόνο στον ενεστ. και παρατατ.) Σημειώσεις: υποφώσκω : δεν πρέπει να γίνεται σύγχυση με το υποβόσκω. Το υποφώσκω σημαίνει → αχνοφέγγω, θαμποφέγγω … Τα ρήματα της νέας ελληνικής